Πάει ένας Πόντιος στο Παρίσι και εκεί που έκανε βόλτα βλέπει ένα καλό γκομενάκι.
Ήθελε να της πει να πάνε για καφέ, αλλά δεν ήξερε λέξη γαλλικά.
Έτσι παίρνει το πακέτο τα τσιγάρα, και ζωγραφίζει ένα φλυτζάνι και ένα ποτήρι.
Της το δείχνει.
- Ουί, λέει αυτή, και πάνε για καφέ.
Μετά ήθελε να πάνε για φαγητό. Ζωγραφίζει ένα πιάτο και ένα πιρούνι πάνω στο πακέτο.
- Ουί, λέει πάλι αυτή, και πηγαίνουν για φαγητό.
Μετά ήθελε να πάνε για ποτό. Παίρνει πάλι το πακέτο τα τσιγάρα και ζωγραφίζει ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι.
- Ουί, λέει αυτή, και πάνε και για ποτό.
Μετά δεν έκανε αυτός καμία κίνηση, οπότε παίρνει η κοπέλα το πακέτο τα τσιγάρα και ζωγραφίζει ένα κρεβάτι.
Του το δείχνει.
"Πώπω, πανέξυπνη είναι αυτή! σκέφτεται ο Πόντιος. Πού το κατάλαβε ότι είμαι επιπλοποιός;"
Ήθελε να της πει να πάνε για καφέ, αλλά δεν ήξερε λέξη γαλλικά.
Έτσι παίρνει το πακέτο τα τσιγάρα, και ζωγραφίζει ένα φλυτζάνι και ένα ποτήρι.
Της το δείχνει.
- Ουί, λέει αυτή, και πάνε για καφέ.
Μετά ήθελε να πάνε για φαγητό. Ζωγραφίζει ένα πιάτο και ένα πιρούνι πάνω στο πακέτο.
- Ουί, λέει πάλι αυτή, και πηγαίνουν για φαγητό.
Μετά ήθελε να πάνε για ποτό. Παίρνει πάλι το πακέτο τα τσιγάρα και ζωγραφίζει ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι.
- Ουί, λέει αυτή, και πάνε και για ποτό.
Μετά δεν έκανε αυτός καμία κίνηση, οπότε παίρνει η κοπέλα το πακέτο τα τσιγάρα και ζωγραφίζει ένα κρεβάτι.
Του το δείχνει.
"Πώπω, πανέξυπνη είναι αυτή! σκέφτεται ο Πόντιος. Πού το κατάλαβε ότι είμαι επιπλοποιός;"