Στίχοι: Θεόδωρος Δουλάμης & Χρήστος Μαυράκης & Γιώργος Λεκάκης
Μουσική: Χρήστος Μαυράκης
Πρώτη εκτέλεση: Νότης Σφακιανάκης
Αφήγηση:
Κι οι περισπούδαστοι πισωπατήσαν.
Στης ντροπής τα έδρανα καθίσαν,
να μιλήσουν, τάχα, να κρυφτούν.
Κι όμως να κι ανδρειωμένοι
τα φτερά ανοίξαν στις κερκόπορτες
μπροστά σταθήκαν και βροντοφώναξαν ξανά:
"Μολών Λαβέ".
Δεν είναι μύθος μη γελιέστε,
στις μέρες μας χαθήκατε μα δεν ξεχνιέστε
σε τούτους τους άμοιρους καιρούς.
Τραγούδι:
Εκείνο το πρωί
λες και δεν ήθελε να ξημερώσει
κι η μέρα φοβότανε
λες και δεν ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει
να μη δει το κακό που ερχότανε.
Τα πουλιά λουφάξαν στις φωλιές τους
αισθανθήκαν το μεγάλο κακό
τις χιλιάδες ανάσες
και μεμιάς των σοφών τα χαρτιά
τα τυλίξανε πύρινες γλώσσες.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Πατρίδα μου αγαπημένη
ποια κατάρα σε βαραίνει πόση μοναξιά.
Τα παιδιά σου διαλεγμένα
σ' ένα θάνατο ταγμένα και στη ξενιτιά.
Πατρίδα μου ...
Αφήγηση:
Που είστε παλικάρια;
Γιατί; και πώς μπορείτε να είστε ξεχασμένοι;
Αυτό είναι το παράπονο που οργή στα χείλη φέρνει.
Τραγούδι:
Εκείνο το πρωί
λες και δεν ήθελε η αυγή να φέρει
για το χάραμα χρώματα
λες και δεν ήθελε ο ήλιος να προσφέρει
να μη δούμε το αίμα στα σώματα
ουρλιαχτά που φωνάξαν "ΑΕΡΑ"
θα θυμόμαστε εκείνη τη μέρα
τη χαμένη πατρίδα.
Στης Ελλάδας τον κόρφο ως πότε
θα φωλιάζουν ηγέτες προδότες.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Αχ Ελλάδα λυπημένη έρημη μα δοξασμένη
πόσο σ' αγαπώ
Οι ήρωες που μας ζητάνε να μη δώσουμε
να φάνε κι άλλο μερτικό.
Πατρίδα μου ...
Αφήγηση:
Παλέψαμε, δώσαμε μάχες, τις κερδίσαμε.
Στη κορφή της γνώσης, να! σταθήκαμε.
Κι ήτανε τότε που πάνω μας πέσαν βάρβαροι
κι όλοι οι μικροί φτωχοί κι ανόητοι για να μας λιώσουν.
Μα γεννήσαμε το Γέρο του Μοριά και τον Καραΐσκάκη.
Ποιους αναστήσαμε ξανά? Πού είστε παλικάρια;
Γιατί και πως μπορείτε να είστε ξεχασμένοι;
Αυτό είναι το παράπονο που οργή στα χείλη φέρνει.
Στης Ελλάδας τον κόρφο ως πότε θα φωλιάζουν ηγέτες προδότες;
Τραγούδι:
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ,
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ.
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ,
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ!!!!!
Μουσική: Χρήστος Μαυράκης
Πρώτη εκτέλεση: Νότης Σφακιανάκης
Αφήγηση:
Κι οι περισπούδαστοι πισωπατήσαν.
Στης ντροπής τα έδρανα καθίσαν,
να μιλήσουν, τάχα, να κρυφτούν.
Κι όμως να κι ανδρειωμένοι
τα φτερά ανοίξαν στις κερκόπορτες
μπροστά σταθήκαν και βροντοφώναξαν ξανά:
"Μολών Λαβέ".
Δεν είναι μύθος μη γελιέστε,
στις μέρες μας χαθήκατε μα δεν ξεχνιέστε
σε τούτους τους άμοιρους καιρούς.
Τραγούδι:
Εκείνο το πρωί
λες και δεν ήθελε να ξημερώσει
κι η μέρα φοβότανε
λες και δεν ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει
να μη δει το κακό που ερχότανε.
Τα πουλιά λουφάξαν στις φωλιές τους
αισθανθήκαν το μεγάλο κακό
τις χιλιάδες ανάσες
και μεμιάς των σοφών τα χαρτιά
τα τυλίξανε πύρινες γλώσσες.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Πατρίδα μου αγαπημένη
ποια κατάρα σε βαραίνει πόση μοναξιά.
Τα παιδιά σου διαλεγμένα
σ' ένα θάνατο ταγμένα και στη ξενιτιά.
Πατρίδα μου ...
Αφήγηση:
Που είστε παλικάρια;
Γιατί; και πώς μπορείτε να είστε ξεχασμένοι;
Αυτό είναι το παράπονο που οργή στα χείλη φέρνει.
Τραγούδι:
Εκείνο το πρωί
λες και δεν ήθελε η αυγή να φέρει
για το χάραμα χρώματα
λες και δεν ήθελε ο ήλιος να προσφέρει
να μη δούμε το αίμα στα σώματα
ουρλιαχτά που φωνάξαν "ΑΕΡΑ"
θα θυμόμαστε εκείνη τη μέρα
τη χαμένη πατρίδα.
Στης Ελλάδας τον κόρφο ως πότε
θα φωλιάζουν ηγέτες προδότες.
Αστραπές και βροντές
χαρακώνουν στυγνά το κορμί σου.
Λυσσασμένα σκυλιά
να ξεσκίσουν ξανά
θέλουν τώρα σαν σάρκα τη γη σου.
Αχ Ελλάδα λυπημένη έρημη μα δοξασμένη
πόσο σ' αγαπώ
Οι ήρωες που μας ζητάνε να μη δώσουμε
να φάνε κι άλλο μερτικό.
Πατρίδα μου ...
Αφήγηση:
Παλέψαμε, δώσαμε μάχες, τις κερδίσαμε.
Στη κορφή της γνώσης, να! σταθήκαμε.
Κι ήτανε τότε που πάνω μας πέσαν βάρβαροι
κι όλοι οι μικροί φτωχοί κι ανόητοι για να μας λιώσουν.
Μα γεννήσαμε το Γέρο του Μοριά και τον Καραΐσκάκη.
Ποιους αναστήσαμε ξανά? Πού είστε παλικάρια;
Γιατί και πως μπορείτε να είστε ξεχασμένοι;
Αυτό είναι το παράπονο που οργή στα χείλη φέρνει.
Στης Ελλάδας τον κόρφο ως πότε θα φωλιάζουν ηγέτες προδότες;
Τραγούδι:
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ,
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ.
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ,
Πατρίδα μου πόσο σ' αγαπώ!!!!!