Ήταν ένας τυπάκος, βρίσκει ένα λυχνάρι, το τρίβει και βγαίνει ένα τζίνι:
- Σε ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. Τώρα θα σου εκπληρώσω και εγώ μία ευχή. Τι θέλεις;
- Να, έχω τον αδελφό μου στην Αμερική, και έχω χρόνια να τον δω. Και τον ξάδερφό μου στην Αυστραλία, και δεν τον έχω δει εδώ και δεκαετίες. Και όλα αυτά γιατί φοβάμαι τα πλοία και τα αεροπλάνα. Μήπως μπορείς να φτιάξεις έναν δρόμο που να είναι πάνω από την θάλασσα και να ενώνει Αμερική-Ευρώπη-Αυστραλία;
- Έ, όχι και έτσι! Είπαμε μια ευχή, αλλά ζήτα κάτι πιο απλό!
- Τότε, μήπως μπορείς να κάνεις την γυναίκα μου λίγο πιο στοργική, να με αγαπάει περισσότερο;
- Τον δρόμο που λέγαμε, με πόσες λωρίδες τον θέλεις;
- Σε ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. Τώρα θα σου εκπληρώσω και εγώ μία ευχή. Τι θέλεις;
- Να, έχω τον αδελφό μου στην Αμερική, και έχω χρόνια να τον δω. Και τον ξάδερφό μου στην Αυστραλία, και δεν τον έχω δει εδώ και δεκαετίες. Και όλα αυτά γιατί φοβάμαι τα πλοία και τα αεροπλάνα. Μήπως μπορείς να φτιάξεις έναν δρόμο που να είναι πάνω από την θάλασσα και να ενώνει Αμερική-Ευρώπη-Αυστραλία;
- Έ, όχι και έτσι! Είπαμε μια ευχή, αλλά ζήτα κάτι πιο απλό!
- Τότε, μήπως μπορείς να κάνεις την γυναίκα μου λίγο πιο στοργική, να με αγαπάει περισσότερο;
- Τον δρόμο που λέγαμε, με πόσες λωρίδες τον θέλεις;