Με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Robert Bunsen, η Google άλλαξε το λογότυπό της στην ομώνυμη μηχανή αναζήτησης, κάνοντας ένα αφιέρωμα στον «πατέρα της Φωτοχημείας», το οποίο, λόγω και των πρόσφατων τραγικών γεγονότων στην Ιαπωνία, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ήταν 31 Μαρτίου του 1811, όταν ήρθε στη ζωή ο Γερμανός χημικός Robert Wilhelm Eberhard Bunsen, ο άνθρωπος που το 1860 ανακάλυψε το ραδιενεργό στοιχείο καίσιο και έναν χρόνο αργότερα, το 1861, το στοιχείο ρουβίδιο.
Πρωτοπόρος της Φωτοχημείας, ο Bunsen ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής και μαζί με τον επίσης διακεκριμένο επιστήμονα, Gustav Kirchhoff, ανέπτυξε βάσεις για μια νέα γενιά επιστημών, κυρίως στον τομέα της Οργανοαρσενικής Χημείας.
Αφοσιωμένος στους μαθητές του, πάντοτε καλοσυνάτος και δεκτικός, ο Bunsen έφυγε από τη ζωή στις 16 Αυγούστου του 1899, ενώ προς τιμήν τόσο του ίδιου όσο και του συνεργάτη του, Kirchhoff, η διεθνής επιστημονική κοινότητα θέσπισε την απονομή του βραβείου «Bunsen-Kirchhoff» σε επιστήμονες που με τις προσπάθειές τους βοηθούν στην ανάπτυξη της επιστήμης της Φασματοσκοπίας.
Robert Bunsen: 200 χρόνια από τη γέννηση του γερμανού χημικού
Robert Bunsen: Πριν 200 χρόνια σαν σήμερα 31 Μαρτίου γεννήθηκε ο πρωτοπόρος Γερμανός χημικός που έχει δέσει το όνομα του με τα χημικά στοιχεία καίσιο και ρουβίδιο αλλά και την φασματοσκοπική ανάλυση και ήταν πρωτοπόρος στην φωτοχημεία.
Η Google αφιερώνει το σημερινό της logo μετατρέποντας το σήμα της σε εργαστήριο χημείας για να τιμήσει τον μεγάλο χημικό που επινόησε την ηλεκτρική στήλη, παρασκεύασε ηλεκτρολυτικά διάφορα μέταλλα, όπως το μαγνήσιο αλλά και έφερε στην καθημερινότητά μας εφευρέσεις όπως ο καυστήρας Bunsen ,την υδραντλία κενού, θερμιδόμετρα
Ήταν κύριος δάσκαλος, αφιερωμένος στους μαθητές του. Προτίμησε να εργαστεί ήσυχα στο εργαστήριό του, τακτικά εμπλουτίζοντας την επιστήμη του με χρήσιμες ανακαλύψεις. Ποτέ δεν έβγαλε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, παρά το γεγονός ότι η νέα μπαταρία του και ο νέος καυστήρα εργαστηριακών ερευνών θα του έφερνε μεγάλα κέρδη.
Το 1854 μαζί με τον Γκούσταβ Ρόμπερτ Κίρχοφ επινόησαν την φασματική ανάλυση, μέσω της οποίας ανακάλυψαν δύο νέα χημικά στοιχεία, το καίσιο και το ρουβίδιο
Στη Χαϊδελβέργη ένωσαν τις δυνάμεις τους και εργάστηκαν μαζί θεμελιώνοντας τη φασματική ανάλυση. Ήδη ο Μπούνσεν δούλευε στον τομέα αυτό. Η μέθοδος που ακολουθούσε ήταν να θερμαίνει τις διάφορες ουσίες ως τη θερμοκρασία στην οποία ακτινοβολούσαν ορατό φως, και στη συνέχεια διαχώριζε τα χρώματα χρησιμοποιώντας χρωματιστά γυαλιά ή έγχρωμα διαλύματα. Ο Κίρχοφ εισηγήθηκε την χρήση πρίσματος για την ανάλυση του φωτός, πράγμα που έκανε τις παρατηρήσεις πολύ πιο ακριβείς. Αυτό τους οδήγησε στην επινόηση του φασματοσκοπίου, μιας συσκευής που με τη βοήθεια ενός γυάλινου πρίσματος διαχωρίζει το φως που εκπέμπεται από μια θερμή ουσία στις χρωματικές του συνιστώσες, οι οποίες αποτελούν αυτό που ονομάζουμε «οπτικό φάσμα» μιας ουσίας. Ανακάλυψαν έτσι ότι το κάθε υλικό έχει το δικό του μοτίβο φασματικών γραμμών, παρατήρηση που αποτέλεσε την αρχή της φασματικής ανάλυσης. Η τελευταία αποδείχτηκε πολύτιμο εργαλείο στη χημεία, ιδιαίτερα στον εντοπισμό καινούριων χημικών στοιχείων και στον προσδιορισμό της χημικής σύστασης των χημικών ενώσεων.
Ήδη, την άνοιξη του 1860 οι Κίρχοφ και Μπούνσεν παρατήρησαν μέσα στο φάσμα που παρήγαγαν σταγόνες μεταλλικού νερού που έριχναν στη φλόγα του φασματοσκοπίου, δύο γραμμές έντονου μπλε χρώματος, που η μια βρισκόταν πολύ κοντά στην άλλη και που δεν αντιστοιχούσαν σε κανένα γνωστό στοιχείο. Έτσι, απέδωσαν τις γραμμές σε ένα καινούριο μέταλλο το οποίο ονομάστηκε καίσιο, από τη λατινική λέξη «caesius» που αναφέρεται στο μπλε χρώμα. Στη συνέχεια, συγκέντρωσαν άλατα καισίου εξατμίζοντας τεράστιους όγκους νερού και διαχωρίζοντάς τα από τα υπόλοιπα. Δεν πέτυχαν όμως να παρασκευάσουν καθαρό μεταλλικό καίσιο. Ένα χρόνο αργότερα, μελετώντας με το φασματοσκόπιο το ορυκτό λεπιδόλιθος, ανακάλυψαν δύο καινούριες γραμμές σκούρου κόκκινου χρώματος, αναγνωρίζοντας έτσι ακόμα ένα στοιχείο. Το ονόμασαν ρουβίδιο, από την λατινική λέξη «rubidus» που σημαίνει βαθύ κόκκινο.
Αφιερώθηκε στην επιστήμη του και δεν έκανε ποτέ δική του οικογένεια
[