H λίμνη της Κερκίνης, είναι ένας από τούς σπουδαιότερους υγροτόπους της Ελλάδος. Στο σημαντικότατο αυτό βιολογικό σύνολο ζει, αναπτύσσεται και αναπαράγεται σε αριθμό και ποικιλία, ένας πλούσιος κόσμος έμβιων οργανισμών, μια βιοκοινότητα, που η προστασία και διατήρηση της για λόγους ηθικούς, αισθητικούς, επιστημονικούς και οικονομικούς είναι ζωτικής σημασίας.
H λίμνη της Κερκίνης βρίσκεται 45 χλμ. Δυτικά της πόλης των Σερρών και δίπλα στο χωριό Λιθότοπος. Το όνομα της δανείστηκε από τη μνημονευόμενη στον Αρριανό λίμνη Κερκινίτιδα, όπου ναυλοχούσε ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
« Τηθύςδ' Ώκεανω Ποταμούς τέκε δινήεντας, Νεϊλόντ’ 'Αλφειόν τε και Ήριδανόν βαθυδίνην Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καί Ίστρον...» Ησιόδου, Θεογονία, στ., 337-339. H λίμνη αυτή βρισκόταν κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα και στην πόλη της Αμφίπολης, η πριν από μερικές δεκαετίες αποξηραμένη λίμνη τ' Αχινού.
H σημερινή τεχνητή λίμνη της Κερκίνης, δημιουργήθηκε, στην θέση του έλους του "Μπουτκόβου", που ταυτίζεται από τους περισσότερους ερευνητές της ιστορικής γεωγραφίας της Ανατολικής Μακεδονίας, με την αρχαία λίμνη Πρασιάδα. Ο ποταμός Στρυμόνας, που λατρεύτηκε ως θεός κατά την αρχαιότητα για τις πλούσιες δωρεές των υδάτων του στον κάμπο των Σερρών, μα και για την καταστροφική δύναμη του, όταν πλημμύριζε, έμπαινε στην Ελλάδα, προερχόμενος από τη Βουλγαρία, από τα στενά του Ρούπελ και, πριν ενώσει το περιεχόμενο του με τα νερά του Στρυμονικού κόλπου, αναπαυόται στην λίμνη της Κερκίνης, που η δημιουργία της είχε ως σκοπό την ανάσχεση των πλημμύρων, τη συγκράτηση των φερτών υλών και την άρδευση του Σερραϊκού κάμπου.
Τα έργα δημιουργίας της λίμνης ξεκίνησαν από την εταιρεία Monks-Ulen to 1928-1936 και ολοκληρώθηκαν από το Ελληνικό κράτος. Τα έργα αυτά περιελάμβαναν τη δημιουργία αναχωμάτων, την κατασκευή φράγματος, την αποξήρανση της λίμνης του Αχινού, τη δημιουργία διωρύγων άρδευσης, την κατασκευή δικτύου τάφρων και τη διευθέτηση χειμάρρων, έτσι ώστε να αυξηθεί και ταυτόχρονα να προστατευτεί η γεωργική παραγωγή, που ως η κυρία οικονομική δραστηριότητα του Νομού Σερρών εξαρτάται άμεσα από την υδροδοτική ικανότητα της λίμνης Κερκίνης.
H δημιουργία του τεχνικού αυτού ταμιευτήρα υδάτων ευνόησε την ανάπτυξη μιας βιοκοινότητας φυτικών και ζωικών ειδών σε ένα σπάνιας ομορφιάς υγρότοπο που προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar, την Ελληνική Νομοθεσία και την Οδηγία της Ε.Ο.Κ. 79/409. Στο παρυδάτιο δάσος βρίσκουν καταφύγιο 276 καταγεγραμμένα είδη πουλιών που αποτελούν το 68% των ειδών που υπάρχουν στην χώρα μας, 70 από τα οποία, καθώς είναι σπάνια ή κινδυνεύοντα, όπως ο αργυροπελεκάνος, ο ροδοπελεκάνος, η λαγγόνα, ο νυκτοκόρακας, η χουλιαρομύτα, η χαλκόκοτα, ο μαυροπελαργός και όλοι οι τσικνιάδες, θεωρούνται προστατευόμενα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με τα χρόνια, η χωρητικότητα της λίμνης περιορίστηκε από τα φερτά υλικά του ποταμού Στρυμόνα και έτσι το 1982 κατασκευάστηκε ένα νέο φράγμα, με νέα αναχώματα, που αύξησε την επιφάνεια της λίμνης εποχιακά από 54.000 έως και 72.000 στρέμματα, με περιοδική μεταβολή της στάθμης από τα + 32 m έως και τα + 36 m. H αύξηση του ύψους των νερών επηρέασε τη δυναμική του υγροτόπου, καθώς, ένα μέρος από τα υγρολίβαδα έχασε την πλούσια υδροχαρή του βλάστηση και οι καλαμώνες αφανίζονται, ενώ, ένα μεγάλο μέρος από το παρυδάτιο δάσος, εξ αιτίας των νέων αναχωμάτων, μετατράπηκε σε χωράφια, με προφανή επίδραση στους πληθυσμούς των πουλιών, που έκτιζαν τις φωλιές τους πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Παρ' όλα αυτά, η σχετικά ρηχή, στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, λίμνη, σε συνδυασμό με τα οικοσυστήματα των ορεινών όγκων της Κερκίνης (Μπέλες) και του Μαυροβουνίου (Κρούσια), που καθρεπτίζουν τις κορφές τους στα νερά της, ευνοούν την ανάπτυξη μιας υψηλής βιολογικής παραγωγικότητας που επαυξάνεται από τις θρεπτικές ύλες που κουβαλά στη λίμνη ο ποταμός Στρυμόνας. Ο συνδυασμός των τριών στοιχείων - ποικιλότητα βλάστησης, νερό, και γόνιμο έδαφος - δημιουργεί στην περιοχή ένα αρκετά σημαντικό αριθμό βιοτόπων που διαφέρουν στη δομή τους και στη λειτουργικότητα τους.
Την άνοιξη, καθώς η λίμνη πλημμυρίζει, το δάσος από ιτιές, αλμυρίκια, πλατάνια, σκλήθρα και λευκές αποτελεί έναν σημαντικότατο χώρο αναπαραγωγής και φωλιασμού των υδρόβιων πουλιών, ενώ ο εντυπωσιακότατος τάπητας από νούφαρα, που καλύπτει σχεδόν 7 τ.χ. προσφέρει ένα εξαιρετικό καταφύγιο για τα ψάρια. Στα υγρά λιβάδια με την πλούσια ελόβια βλάστηση, οι ερωδιοί, οι χουλιαρομύτες και οι χαλκόκοτες βρίσκουν πλούσια τροφή, ενώ στα ρηχότερα νερά αφθονεί η σαλβίνια και το νεροκάστανο, τροφή εξαιρετική για τα υδρόβια πουλιά της λίμνης.
Το χειμώνα, που η στάθμη της λίμνης πέφτει, αλλάζει η σύνθεση της ορνιθοπανίδας, όμως η ποικιλότητά της παραμένει υψηλή.
Στα νερά της λίμνης υπάρχουν περισσότερα από τριάντα είδη ψαριών, όπως ο κυπρίνος (γριβάδι), το χέλι, η πεταλούδα, ο γουλιανός κλπ. ενώ στα όριά της ζει ένας σημαντικός αριθμός διαφορετικών αμφιβίων, ερπετών και ασπόνδυλων ειδών. Στα άκρα του παρυδάτιου δάσους ζει ο μεγαλύτερος αριθμός βουβαλιών στην Ελλάδα. Στην ευρύτερη περιοχή, που γειτονεύει με τη λίμνη, ζουν πολλά θηλαστικά, όπως το τσακάλι, ο λύκος, η αγριόγατα, ο λαγός, η αλεπού, η νυφίτσα, το ζαρκάδι, ο ασβός κ.τ.λ. Σήμερα, η αφθονία της τροφής στα νερά της λίμνης, η γεωγραφική της θέση, η ποικιλότητα των βιοτόπων και της βλάστησης της συμβάλλουν, ώστε ο υγροβιότοπος αυτός να είναι ένα σπουδαιότατο περιβάλλον για την ανάπτυξη της ορνιθοπανίδας, που βρίσκει εδώ ιδανικές συνθήκες διαβίωσης και αναπαραγωγής, ενώ η λίμνη, αυτή καθ’ αυτή, καλύπτει τεράστιας σημασίας οικολογικές και οικονομικές απαιτήσεις.