Έξι τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του για
να μη ξυπνήσει τη γυναίκα του.
Μαζεύει τις μπότες, τις πετονιές του, τα δολώματα και τα καλάμια του,
τα φορτώνει στο αμάξι και φεύγει.
Μόλις ανοίγεται λίγο με τη βάρκα του, πιάνει μια φοβερή βροχή.
Τσατισμένος, αποφασίζει να γυρίσει πίσω.
Μουσκεμα από τη βροχή, βγάζει σιγά σιγά τα ρούχα του, πάει στο
υπνοδωμάτιο και μπαίνει μαλακά στο κρεβάτι.
Αγκαλιάζει απαλά τη γυναίκα του από πίσω και της ψιθυρίζει στ' αυτί:
"Γίνεται χαλασμός Κυρίου έξω. Βρέχει καρεκλοπόδαρα!"
Κι αυτή του απαντάει μισοκοιμισμένη:
"Πωπώ ... όσο σκέφτομαι κι αυτόν το μαλάκα τον άντρα μου που πήγε πάλι
για ψάρεμα...
να μη ξυπνήσει τη γυναίκα του.
Μαζεύει τις μπότες, τις πετονιές του, τα δολώματα και τα καλάμια του,
τα φορτώνει στο αμάξι και φεύγει.
Μόλις ανοίγεται λίγο με τη βάρκα του, πιάνει μια φοβερή βροχή.
Τσατισμένος, αποφασίζει να γυρίσει πίσω.
Μουσκεμα από τη βροχή, βγάζει σιγά σιγά τα ρούχα του, πάει στο
υπνοδωμάτιο και μπαίνει μαλακά στο κρεβάτι.
Αγκαλιάζει απαλά τη γυναίκα του από πίσω και της ψιθυρίζει στ' αυτί:
"Γίνεται χαλασμός Κυρίου έξω. Βρέχει καρεκλοπόδαρα!"
Κι αυτή του απαντάει μισοκοιμισμένη:
"Πωπώ ... όσο σκέφτομαι κι αυτόν το μαλάκα τον άντρα μου που πήγε πάλι
για ψάρεμα...